- εΰρροος
- ἐΰρροος, -οον (Α)βλ. εύρους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐύρροος — ἐΰρροος , ἐύρρους masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρους — εὔρους, ουν και εὔροος, ον (ΑΜ Α και ἐύρροος, ον) 1. (για ποταμό) αυτός που ρέει όμορφα, που έχει καθαρό και άφθονο ρεύμα νερού 2. (για πηγάδι) αυτό που αναβλύζει άφθονο νερό αρχ. 1. άφθονος 2. (για τον οργανισμό) αυτός τού οποίου το εκκριτικό… … Dictionary of Greek